Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Η μετάβαση από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο




   
  Το λάθος που γίνεται από τους περισσότερους όταν πάνε να συγκρίνουν αρχαία Ελλάδα και “Βυζάντιο” είναι ότι (ασυνείδητα) πιστεύουν πως ΟΛΗ η αρχαιότητα έμοιαζε με την Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, δίχως καμιά εξέλιξη ή αλλαγή στη νοοτροπία, και αυτό ύφος συνεχίστηκε ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα, οπότε ξαφνικά επικρατεί ο Χριστιανισμός και έρχονται τα πάνω κάτω.
Λόγω αυτής της αντίληψης περί συνέχειας αρκετοί στρέφονται κατά του χριστιανικού Ελληνισμού, κατηγορώντας τον πως διέκοψε την “ομαλή ροή, και την πολιτισμική συνέχεια” της ελληνικότητας.

Αυτή η αντίληψη είναι παιδαριώδης και δείχνει το πόσο στατικά αντιλαμβάνονται ολόκληρες εποχές αυτοί οι άνθρωποι.

Η ελληνικότητα μετεξελίχθηκε: από την εποχή του Περικλή περάσαμε στην παρακμή των πόλεων-κρατών τον 4ο. π.Χ. αιώνα, μετά περάσαμε στην ελληνιστική εποχή, με τις οικουμενικές αυτοκρατορίες, για να καταλήξουμε στην “Οικουμένη” του Μάρκου Αουρέλιου και του Τραϊανού.

Από το κλασσικό, του πέμπτου αιώνα, ύφος και τεχνοτροπία, και γλυπτική, περάσαμε , αφού τελειοποιήσαμε τον νατουραλισμό, μέσω της αλληλεπίδρασης με τον πολιτισμό και την τέχνη της Εγγύς Ανατολής, στην ελληνιστική τεχνοτροπία, και αργότερα, σε πιο αφηρημένες τεχνοτροπίες, όπου ο συμβολισμός έπαιζε το βασικό ρόλο. Θα ήταν παράξενο αν παραμέναμε προσηλωμένοι στον νατουραλισμό του 5ου και 4ου αι. για πάντα: κάποτε θα ερχόταν ο κορεσμός.Ε, ο κορεσμός λοιπόν ήρθε και οι Έλληνες της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής και προχώρησαν σε μια τέχνη που ήταν πρόδρομος της χριστιανικής. Αυτό δε σημαίνει πως “πρόδωσαν την ελληνικότητα” για χάρη της ανατολικής τέχνης ή του χριστιανισμού. Σημαίνει πως είχε τελειοποιηθεί/εξαντληθεί η εκφραστική δυνατότητα της τεχνοτροπίας του πέμπτου π.Χ. αιώνα, και εκ των πραγμάτων η καθήλωση σε ξεπερασμένες μορφές τέχνης ήταν ανούσια. Επίσης, ο Χριστιανισμός δεν εμφανίστηκε “ξαφνικά” στον ελληνορωμαϊκό παγανιστικό κόσμο: το ελληνικό Δωδεκάθεο είχε ξεφτίσει και παρακμάσει ήδη από την ελληνιστική εποχή, και αργότερα, στην ρωμαϊκή εποχή η κύρια θρησκεία ήταν ο Μιθραϊσμός και άλλες ανατολίτικες δοξασίες, ενώ παράλληλα με τις “μεσσιανικές” θρησκείες (πριν τον χριστιανισμό) που άρχιζαν να κερδίζουν έδαφος, η φιλοσοφία έτεινε κι αυτή είτε στον αθεϊσμό είτε στον μονοθεϊσμό. Συνεπώς όταν εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός δεν ήταν εντελώς άσχετος με τις υπόλοιπες θρησκείες της εποχής, ούτε με το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στον ελληνικό κόσμο. Θα ήταν παράξενο επίσης αν το πολιτικό σύστημα παρέμενε για πάντα η πόλη-κράτος: δεν γινόταν τα τεράστια κράτη της ελληνιστικής περιόδου να διοικηθούν με τον τρόπο που οι Αθηναίοι του 5ου π.Χ. αιώνα κυβερνούσαν την Αττική, με άμεση δημοκρατία και αγόρευση στην Πνύκα. Εκ των πραγμάτων ήταν πλέον αδύνατο αυτό το πράγμα στην ελληνιστική, την ρωμαϊκή ή την βυζαντινή εποχή, όπου τα κράτη ήταν αχανή. Οι σημερινοί “δημοκράτες” διανοούμενοι που κατηγορούν την Ρωμανία (το “βυζάντιο”) ως αντιδημοκρατικό επειδή δεν γινόταν εκλογές, απλούστατα δεν κατανοούν πως δεν είναι δυνατόν σε κάθε εποχή να εφαρμοστούν τα ίδια συστήματα διακυβέρνησης. Και η αρχαία Αθήνα αν δημιουργούσε κράτος έκτασης ίσης με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γρήγορα θα εγκατέλειπε την άμεση δημοκρατία. Ήταν όλη η Αρχαιότητα Δημοκρατική; Ας μου πούνε, η Σπάρτη, η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη, οι Συρακούσες κ.ά. ήταν δημοκρατία; Ή ήταν λιγότερο ελληνικές από την Αθήνα; Γιατί τα κουκουλώνουν αυτά, παρουσιάζοντας μια αρχαιότητα “δημοκρατική”;

Η ΡΩΜΑΝΙΑ (ΤΟ “ΒΥΖΑΝΤΙΟ”), ΚΑΙ Η ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ

Όσοι νεοέλληνες κατακρίνουν το Βυζάντιο ως παρακμιακό απλώς παπαγαλίζουν την προκατάληψη του Γίββωνα, του Βολταίρου και του Μοντεσκιέ, οι οποίοι άλλωστε στην εποχή τους ούτε είχαν αρκετά «βυζαντινά» κείμενα στη διάθεσή τους ώστε να μελετήσουν αντικειμενικά την Αυτοκρατορία, ούτε όμως και είχε αναπτυχθεί η βυζαντινολογία επαρκώς. Ας προσέξουν αυτοί οι συμπατριώτες μου το παρακάτω: Λίγο τον έννοιαζε τον Άγγλο Γίββωνα αν σώθηκε το ελληνικό γένος από τις βαρβαρικές επιδρομές του μεσαίωνα, χάρη στην Αυτοκρατορία (έστω, με τα όποια ελαττώματα κάποιων Αυτοκρατόρων) που απέτρεψε τον εκγερμανισμό ή τον εξαραβισμό του ελλαδικού χώρου. Δεκάρα δεν έδινε ο ουμανιστής Βολταίρος που έβριζε το «Βυζάντιο», αν στον καιρό του εξακολουθούσε να μιλιέται η ελληνική γλώσσα στα βαλκάνια. Αυτό όμως έγινε χάρη στην «Βυζαντινή »Αυτοκρατορία.

Διότι αν δεν υπήρχε το Βυζάντιο να αποκρούσει την 4ετή (!) πολιορκία της Πόλης από τους Άραβες στα 717, αυτοί θα είχαν κατακτήσει τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη, και όχι μόνο, και αφού δεν υπήρχε άλλο ισχυρό κράτος ν’αντισταθεί, με τη φόρα που είχαν, θα είχαν εξισλαμίσει κι εξαραβίσει όλη την Ευρώπη.

Τους νεοέλληνες όμως όλα αυτά τους νοιάζουν και τους καίνε, και δε πρέπει να είναι τόσο αφελείς, ώστε να συμμερίζονται τις απόψεις των βολεμένων ξένων.

Ο όρος “παρακμή” συχνά δεν είναι παρά το άλλοθι για τη νωθρότητα του ιστορικού ή του ερευνητή, ο οποίος απλούστατα δεν έχει καμιά όρεξη να ασχοληθεί με τον Προκόπιο γιατί του αρέσει περισσότερο ο Θουκιδίδης – μια νωθρότητα που δεν αφήνει τον ιστορικό να σκεφτεί ποια πρέπει να είναι η φύση μιας τέτοιας παρακμής που διαρκεί χίλια και περισσότερα χρόνια.

Τελικά, ο όρος “παρακμή” για το« Βυζάντιο» είναι αδύνατο να αντικρουστεί διότι τον χαρακτηρίζει τέτοια αυθαιρεσία που δεν μπορεί να την καταπολεμήσει κανείς με λογικά επιχειρήματα.

Νομίζω πως για να κρίνει κανείς σωστά ένα κράτος ή ένα λαό μιας συγκεκριμένης εποχής θα πρέπει να συγκρίνει τις πράξεις του με τις πράξεις των λαών τις ίδιας εποχής, ώστε να διαπιστώσει αν ήταν πολιτισμένο ή όχι. Δεν έχει νόημα π.χ. να συγκρίνεις τη « βυζαντινή» εποχή με την σημερινή όσον αφορά το ζήτημα π.χ. των ανθρώπινων δικαιωμάτων, διότι δεν ξέρεις την πιθανή εξέλιξη του «βυζαντίου »από τον 15ο ώς τον 20ο αιώνα.

Λοιπόν ας δούμε μία προς μία τις κατηγορίες κατά του «Βυζαντίου»:

-Σε αντίθεση με τον Δυτικό μεσαιωνικό κόσμο που πίστευε στον Ιερό Πόλεμο, και έκανε 8 Σταυροφορίες προκειμένου να τιμωρήσει το Ισλάμ και τους “αιρετικούς” Ρωμιούς, και σε αντίθεση με το Ισλάμ που επίσης είχε την πρακτική του Ιερού Πολέμου (Τζιχάντ), το «Βυζάντιο »ποτέ δεν σκέφτηκε τέτοιες μεθόδους.

Όταν πολεμούσε τους Άραβες, τους πολεμούσε ως κράτος εναντίον κράτους, ποτέ με την νοοτροπία του πολέμου για την καταστροφή των απίστων. Νοοτροπία Ιερού Πολέμου δεν υπήρχε στην Ρωμανία. Στη Δύση όμως, και στο Ισλάμ, οι άνθρωποι έκαναν πόλεμο πιστεύοντας πως τον ευλογεί ο θεός προκειμένου να υπερισχύσει δια των όπλων η θρησκευτική τους πίστη.

Όταν οι Ρωμιοί πρωτοείδαν τους λατίνους ιερείς να αρπάζουν το σπαθί και να συμμετέχουν στις μάχες, μάλλον έπαθαν σοκ.

-Σε αντίθεση με την μεσαιωνική Δύση που εκλατίνιζε γλωσσικώς τους υπηκόους της (μέσω π.χ. της λειτουργίας που γινόταν στα λατινικά κι όχι στις εθνικές γλώσσες των λαών της Δ. Ευρώπης), και σε αντίθεση με το Ισλάμ που εξαράβιζε γλωσσικώς τους κατεκτημένους λαούς αρνούμενο την γλωσσική ετεροπροσωπία τους, επειδή δήθεν τα αραβικά ήταν “θεϊκή γλώσσα” (το ίδιο πίστευαν και στην Δύση για τα λατινικά), οι Ρωμιοί έφτιαξαν αλφάβητο για τους Σλάβους, και δεν τους εξελλήνισαν, αν και θα μπορούσαν εύκολα να το πράξουν.

Ακόμα και μετά την νίκη του Βασίλειου Β’ και την καταστροφή των Βουλγάρων, αυτός δεν επέβαλε στην βουλγαρική εκκλησία την ελληνική γλώσσα. Στην Ρωμαίικη νοοτροπία του Βυζαντίου κάθε γλώσσα ήταν σεβαστή και ισότιμη και δεν υπήρχαν ανώτερες και θεϊκές γλώσσες. Στη Δύση, μέχρι να το καταλάβουν αυτό άργησαν ως τον 16ο αιώνα.

-Σε αντίθεση με την Ιερά Εξέταση της Δύσης, στην Ρωμανία δεν υπήρχαν τέτοιοι θεσμοί παρόλο που υπήρχαν πολύ περισσότερες αιρέσεις απ’ότι στην Δύση. Οι αιρετικοί δεν καταδιώκονταν, εκτός κι αν επαναστατούσαν κατά της κρατικής εξουσίας: στην περίπτωση αυτή όμως επρόκειτο για πολιτικό κι όχι για θρησκευτικό ζήτημα.

-Σε αντίθεση με την γενικότερη έλλειψη ανεκτικότητας της Δύσης, στο «βυζάντιο» οι “μισαλλόδοξοι βυζαντινοί” όπως τους κατηγορούν είχαν κτίσει ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη τζαμί για να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι που περνούσαν από εκεί (πχ έμποροι), κι αργότερα έχτισαν και άλλα δύο. Ας μού πει κανείς, πότε πρωτοχτίστηκε τζαμί στη Δύση; Από τον 8ο αιώνα, οι Ρωμιοί δεν είχαν πρόβλημα να υπάρχει τζαμί στην πρωτεύουσα ενός χριστιανικού κράτους το οποίο αντιμαχόταν τους μουσουλμάνους και ήταν σε πόλεμο με αυτούς. Αν αυτό δε σημαίνει ανεκτικότητα, τότε τι σημαίνει, σε μια εποχή όπου οι Δυτικοί έκαναν Σταυροφορίες και το Ισλάμ Τζιχάντ; Μπορεί κανείς να συγκρίνει έστω τον τρόπο εξάπλωσης Ισλάμ και Χριστιανισμού τους τρεις πρώτους αιώνες;

Οι “σκοταδιστές” Βυζαντινοί ποτέ δε θα συμπεριφερόταν με τον τρόπο των Ισπανών κατακτητών του Νέου Κόσμου.

-Σε αντίθεση με την Δύση όπου τα πανεπιστήμια ιδρύονταν από την διοίκηση της Εκκλησίας και ήταν πάντα υπό εκκλησιαστικό έλεγχο, στο “σκοτεινό Βυζάντιο” τα πανεπιστήμια, το Πανδιδακτήριο, η Μαγναύρα, ήταν πάντοτε υπό τον κοσμικό κρατικό έλεγχο, και είχαν ιδρυθεί από το κράτος.

Στα κρατικά αυτά Πανεπιστήμια δεν διδασκόταν θεολογία.

-Σε αντίθεση με την Δύση όπου μόνο οι “γαλαζοαίματοι” είχαν δικαίωμα στο θρόνο και την εξουσία, και το Ισλάμ όπου οι Χαλίφηδες έπρεπε να προέρχονται από την οικογένεια του Μωάμεθ, στην Ρωμανία ο καθένας, αγρότης, αγροίκος, ευγενής, ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής, είτε από τη Συρία, είτε από τη Μακεδονία, κλπ, είχε το ελεύθερο να δοκιμάσει να πάρει τον θρόνο αρκεί να ήταν έξυπνος και φυσικά ριψοκίνδυνος. Αυτό δεν είναι δημοκρατία, αλλά ήταν πολύ δημοκρατικότερο, ή μάλλον πολύ λιγότερο αυταρχικό από τις πρακτικές της εποχής.

Η ιδέα της κληρονομικής βασιλείας φάνταζε βλακεία στους “μοναρχικούς βυζαντινούς” όπως τους κατηγορούνε. Πάντα υπήρχε η ιδέα ότι η κυριαρχία ανήκει στο λαό κι ο λαός είχε παραχωρήσει την εξουσία του στον αυτοκράτορα.

Ο Ιουστινιανός στην Lex De Imperio αναφέρει ρητά ότι ο λαός έχει μεταβιβάσει την εξουσία του στον αυτοκράτορα. Δεν είναι πιθανόν ότι μετά ο νόμος αυτός παρέμεινε πολύ γνωστός, η ιδέα όμως εξακολουθούσε να υπάρχει. Καταρχήν ο θρόνος ήταν αιρετός. Το 811 ο ετοιμοθάνατος αυτοκράτορας Σταυράκιος απείλησε τους διεκδικητές του θρόνου πως θα ξαναδώσει την αυτοκρατορία στο λαό και θα ιδρύσει χριστιανική δημοκρατία.

Ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός τον 10ο αιώνα ανοιχτά διακήρυξε «το νόμιμο δικαίωμα της επανάστασης». Ποτέ εξάλλου οι γυναίκες δε θεωρήθηκαν ανάξιες στη Ρωμανία να κατέχουν το ύψιστο αξίωμα. Τέσσερεις Ρωμιές αυτοκράτειρες κυβέρνησαν μόνες τους (δίχως να έχουν σύζυγο) δίχως κανείς να φέρει αντίρρηση λόγω του φύλου τους. Πουλχερία τον πέμπτο αιώνα, Ειρήνη τον όγδοο, και Ζωή και Θεοδώρα τον 11ο αιώνα. Ειδικά όσο προχωρούσαν οι αιώνες (από την Ειρήνη και μετά) δεν ζητώνταν από γυναίκα που μόνη της κατείχε το θρόνο να παντρευτεί δίνοντας την εξουσία στον σύζυγό της.

Αυτά στη Δυτική Ευρώπη έγιναν μόνο μετά από 500 χρόνια.

-Γενικότερα, είναι άδικο όταν ταυτίζουν κάποιοι τις παραδόσεις της Ρωμανίας με αυτές της τσαρικής Ρωσίας ή της Οσμανικής αυτοκρατορίας απλώς και μόνο επειδή ήταν και τα τρία κράτη αυτοκρατορίες: στην Ρωμανία ήταν πάντα ζωντανή σε λαό και εξουσία η ανάμνηση των αρχαιοελληνικών και των πρώιμων ρωμαϊκών πολιτειακών παραδόσεων.

Στην Ρωμανία εκλέκτορες του αυτοκράτορα ήταν η σύγκλητος, ο στρατός κι ο λαός, κι όχι η Εκκλησία. Έπρεπε πρώτα να επευφημηθεί ο αυτοκράτωρ από τα τρία αυτά σώματα και ύστερα ακολουθούσε η στέψη. Ήταν απόλυτος μονάρχης, για όσο καιρό η διοίκησή του ήταν ικανοποιητική. Το αν όμως η διοίκησή του ήταν ικανοποιητική, κρίνονταν φυσικά όχι από τον μονάρχη, αλλά από τους εκλέκτορές του, δηλαδή δεν ήταν ανεξέλεγκτος. Αν αποδεικνυόταν ανίκανος, οποιοσδήποτε εκ των εκλεκτόρων είχε το δικαίωμα να ανακηρύξει άλλο αυτοκράτορα. Ο Πέτρος Πατρίκιος τον 6ο αι. στο “Περί πολιτικής επιστήμης” γράφει απευθυνόμενος στον βασιλιά για την εξουσία: “παρά θεού τε διδομένης και των πολιτών δέξοιτο προσφερομένην”.

Αργότερα, τον 13ο/14ο αι. ο Μανουήλ Μοσχόπουλος τονίζει ότι ο ηγέτης δεν είναι θεόκλητος, ότι το «κοινόν» (οι πολίτες) είναι αυτό που ελεύθερα αποφασίζει να δεχτεί κάποιον για μονάρχη, κι ότι ο μονάρχης πρέπει να αξιώνει τη νομιμοφροσύνη των πολιτών μόνο στο βαθμό που ο ίδιος εκπροσωπεί και προστατεύει το «κοινόν».

Το κράτος έχει αναμφισβήτητη προτεραιότητα έναντι του αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτωρ που εξέδωσε τις περισσότερες Νεαρές μετά τον Ιουστινιανό, ο Λέων ΣΤ΄, καταργεί παλαιότερους νόμους αυτοκρατόρων με την αιτιολογία πως δεν έγιναν αποδεκτοί από τους ενδιαφερόμενους, ήτοι τους πολίτες.

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ απαντά στον Μωάμεθ Β’ ότι το να του παραδώσει την Πόλη δεν είναι υπόθεση δική του, αλλά των πολιτών. Αυτοκράτορες παρουσιάζονται στο λαό και δικαιολογούν τα μέτρα τους, ή συγκαλούν συνελεύσεις στις οποίες προσπαθούν να τους πείσουν για τις πράξεις τους.

Πολλά άλλα παρόμοια παραδείγματα δείχνουν πως η παλιά δημοκρατική ιδέα δεν εξαφανίστηκε, κι ότι η μοναρχία είχε τα όριά της, τόσο στην πράξη όσο και στο ότι ο αυτοκράτορας θεωρούνταν προστάτης του κράτους κι όχι θεϊκός δεσπότης.

Αντίθετα, στην τσαρική Ρωσία και στην Τουρκική αυτοκρατορία πολιτειακές παραδόσεις ήταν ο ασιατικός αυταρχισμός των Τατάρων της “Χρυσής Ορδής” και η ισλαμική θεοκρατία αντιστοίχως.

Λένε για τις δολοπλοκίες και τις δολοφονίες των αυτοκρατόρων.

Όμως μόνο το Βυζάντιο κράτησε επί 1000 χρόνια, η εποχή ήταν δύσκολη, γινόταν ακόμη μετακινήσεις και εισβολές βαρβάρων, δεν είχε αποκατασταθεί ακόμα μια σχετική ηρεμία στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, και αν έπρεπε να δίνουν την εξουσία σε κάποιον απλώς επειδή ο μπαμπάκας του ήταν αυτοκράτορας, και το παιδί ήταν ανίκανο να τα βγάλει πέρα, η αυτοκρατορία θα χανόταν.

-Σε αντίθεση με τη Δύση όπου κυριαρχούσε το Αλάθητο του Πάπα και οι φεουδαλικοί νόμοι, ή την Σαρία και τον Ισλαμικό νόμο της Θεοκρατίας του Ισλάμ, στην Ρωμανία υπήρχαν κοσμικοί νόμοι. Υπήρχε αδιάλειπτα εν λειτουργία το Ρωμαϊκό Δίκαιο, και τα ζητήματα της εκκλησίας δεν επικρατούσε αυθαίρετα η γνώμη του ενός, αλλά γινόταν ψηφοφορία(οικουμενική σύνοδος).

Ούτε το κράτος κατόρθωσε να επιβάλει την άποψή του σε δογματικά θρησκευτικά ζητήματα π.χ. στο ζήτημα των εικόνων ή στο ζήτημα της ένωσης με την δυτική εκκλησία, αλλά ούτε και η εκκλησία δεν μπορούσε να επιβάλει πολιτικές απόψεις στο κράτος. Υπήρχαν όρια που και οι δυο πλευρές σέβονταν με το καλό ή με το ζόρι.

Στο ζήτημα αυτό θα επιμείνω. Υποστηρίζεται πως η Ρωμανία ήταν Θεοκρατία. Άλλοι υποστηρίζουν πως υπήρξε και “καισαροπαπισμός”. Η Ελένη Αρβελέρ απαντά σε αυτό: “Η σχεδόν γενική πεποίθηση , σ’ ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον «καισαροπαπισμό» δε μου φαίνεται ικανή να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη στις σχέσεις ανάμεσα στην κοσμική και στην πνευματική εξουσία. (…) Ο αυτοκράτορας , ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει τον απόλυτο διαχωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι η πλατιά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει το βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα, δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές. (…) Το διάβημα του Θεοδόσιου Α’ απέτυχε και το προνόμο του αυτοκράτορα να μένει στο εσωτερικό του ιερού καταργήθηκε ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη.(…)

Ο διαχωρισμός της αυτοκρατορικής από την εκκλησιαστική εξουσία είναι ένα γεγονός που καθιερώθηκε από το «βυζαντινό» νόμο. Η «βυζαντινή» ιστορία αναφέρει πολλές απόπειρες πατριαρχών ή αυτοκρατόρων να διαταράξουν την ισορροπία αυτή.

Αλλά, ας το επαναλάβουμε για ακόμα μια φορά, πρόκειται για εξαιρετικές περιπτώσεις κι όχι για διαρκείς καταστάσεις.(..) Αλληλεγγύη και συνενοχή ακόμα είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος στο Βυζάντιο, πολύ περισσότερο από ότι ο «καισαροπαπισμός» ή ο «παποκαισαρισμός»” (Ε. Αρβελέρ “Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας” εκδ. Ψυχογιός)

-Θα αντείπουν κάποιοι ότι για να γίνεις αυτοκράτορας έπρεπε να είσαι ορθόδοξος, κι ότι ο Πατριάρχης έστεφε τον αυτοκράτορα. Όμως αφενός αυτό δεν έχει να κάνει με το ποιος σε εκλέγει: η ορθοδοξία ήταν σαν τη σημερινή “υπηκοότητα”, διότι το κράτος ήταν ορθόδοξο στη θρησκεία. Όπως σήμερα δεν μπορεί να εκλεγεί πρωθυπουργός κάποιος μη Έλληνας πολίτης, δηλαδή ξένος, έτσι και στη Ρωμανία ένας μη ορθόδοξος, δηλαδή αποξενωμένος από τους ορθόδοξους κατοίκους του κράτους, δηλαδή ξένος ως προς τα συμφέροντά τους, δεν γινόταν να είναι βασιλιάς. Όπως σήμερα δεν δίδεται το δικαίωμα σε κάποιο κόμμα, που δεν έχει αποδεχτεί ότι θα σεβαστεί το πολίτευμα, να λάβει μέρος στις εκλογές, για να καταλάβει την εξουσία, έτσι και στη Ρωμανία, δεν διδόταν το δικαίωμα, σε κάποιον που δεν είχε αποδεχτεί την ορθοδοξία ως συστατικό στοιχείο του κράτους, να λάβει την αυτοκρατορική εξουσία. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι τον εξέλεγε ΚΑΙ ο πατριάρχης. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα: το ότι ο πρωθυπουργός ορκίζεται από τον αρχιεπίσκοπο ΔΕΝ σημαίνει ότι ο αρχιεπίσκοπος είναι αυτός που τον εκλέγει. Ο αρχιεπίσκοπος ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να τον ορκίσει, το ίδιο υποχρεωνόταν τότε κι ο Πατριάρχης να στέψει τον αυτοκράτορα, όταν ήταν όλοι σύμφωνοι. Το ότι ο πρωθυπουργός μας πρέπει να είναι ελληνικής ιθαγένειας δεν σημαίνει πως τον εκλέγει η δημόσια υπηρεσία, η οποία του χορήγησε την ελληνική ταυτότητα και ιθαγένεια. Παρομοίως και στη Ρωμανία, το ότι ο αυτοκράτορας έπρεπε να είναι ορθόδοξος δεν σημαίνει ότι οι παπάδες (που τον βάφτιζαν, μικρό) τον εξέλεγαν. Δεν υπήρχε θεοκρατία στην Ρωμανία. Εξάλλου, τα περί ορθοδοξίας ως απαραίτητης προϋπόθεσης είναι πολύ γενικά και ασαφή. Οι Ίσαυροι αυτοκράτορες ήταν εικονομάχοι, δίωκαν τους ορθόδοξους, διοριζαν δικούς τους πατριάρχες κλπ, αλλά κανείς δεν διανοήθηκε να επαναστατήσει. Οι Μιχαήλ Παλαιολόγος και Ιωάννης Παλαιολόγος υπέγραψαν την ένωση με την καθολική εκκλησία (σύνοδοι Λυών και Φλωρεντίας, αντίστοιχα), αλλά κανείς δεν επαναστάτησε με την αντιορθόδοξη πρακτική ζητώντας αλλαγή αυτοκράτορα. Κανείς δεν ζήτησε να παραιτηθούν οι αυτοκράτορες αυτοί. Θεοκρατία δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά να ταυτίζονται οι νόμοι του κράτους με ό,τι λέει ένα ιερό κείμενο μιας θρησκείας. Όμως στη Ρωμανία δια της θελήσεως και δια νόμου του κράτους επιτράπηκε ο τρίτος γάμος, παρόλο που στο ευαγγέλιο και στην ως τότε πρακτική της Εκκλησίας απαγορευόταν οι πολλοί γάμοι. Εν πάσει περιπτώσει, αν το ότι “έπρεπε” ο αυτοκράτορας να είναι ορθόδοξος είναι θεοκρατία (που δεν είναι), τότε και η αρχαία ελληνική πόλη-κράτος ήταν θεοκρατία, αφού έπρεπε υποχρεωτικά οι άρχοντες και οι πολίτες της πόλης-κράτους να θυσιάζουν και να σέβονται τους θεούς της πατρίδας τους. Η αρχαία Αθήνα π.χ. από την άποψη αυτή είναι “θεοκρατικό κράτος”. Όμως ούτε η αρχαία Αθήνα ούτε η Ρωμανία ήταν θεοκρατικές πολιτείες.

-Επίσης, ενώ όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν παγανιστική ο αυτοκράτορας θεωρούνταν θεός και απαιτούσε να λατρεύεται ως θεός (ασιατική αντίληψη), αφού εκχριστιανίστηκε το κράτος, ο αυτοκράτορας έπαψε να θεωρείται θεός, και ξαναθεωρήθηκε ένας απλός άνθρωπος που έτυχε για ορισμένο διάστημα (κι όχι για πάντα) της εύνοιας του Θεού.

-Στην Ρωμανία φαινόμενα φεουδαρχίας δεν παρουσιάστηκαν παρά μόνο στους τελευταίους αιώνες της παρακμής, υπό την επιρροή δυτικών προτύπων. Η κεντρική εξουσία αγωνιζόταν σκληρά κατά των «Δυνατών» (μεγαλογεωκτημόνων) και υπέρ των απλών καλλιεργητών.

-Ψέμα είναι ότι η Ρωμανία δεν ενδιαφέρθηκε για τον ελλαδικό χώρο και τον παραμέλησε. Ογδονταοκτώ φρούρια έκτισε ή ανανέωσε ο Ιουστινιανός σε Ήπειρο, Μακεδονία και Θεσσαλία, για την προστασία της Ελλάδας από τους βαρβάρους. Ο Ρωμαίικος στρατός επί Ρωμανού Β΄ πέταξε έξω από την Κρήτη τους Άραβες κατακτητές της, απελευθερώνοντάς την και επανελληνίζοντάς την με Έλληνες εποίκους, και το ίδιο γινόταν και σε κάθε περίπτωση απελευθέρωσης εδαφών. Επί δεκαετίες πολεμούσαν οι Αυτοκράτορες τους Βουλγάρους ώστε αυτοί να μην καταλάβουν τη Μακεδονία. Η Θεσσαλονίκη ήταν η Συμβασιλεύουσα. Πώς γίνεται να είναι παραμελημένος ο ελλαδικός χώρος (όπως ισχυρίζονται οι αρχαιολάτρες) και η δεύτερη πόλη της Ρωμανίας να βρίσκεται σε αυτόν; Εκτός κι αν με το «ελλαδικός χώρος» και το «Ελλάδα» εννοούν μόνο τη Νότια Ελλάδα, οι γνωστοί ελεεινοί νοτιοελλαδίτες τοπικιστές (αρχαιολάτρες τάχα μου) με τη νοοτροπία κοτζαμπάσηδων.

-ισχυρίζονται πως κατά τη « βυζαντινή εποχή» ελληνικότητα δεν θα έβρισκε κανείς στο Παλάτι ή το Πατριαρχείο ή την Αυλή και το επίσημο Βυζάντιο, αλλά μόνο στους διάσπαρτους ελληνικούς πληθυσμούς που διατηρούσαν ασυνείδητα κάποια κλασσικά και παγανιστικά στοιχεία, και μόνο ως λαογραφικός κι όχι ως εθνολογικός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος βυζαντινός ελληνισμός. Όμως αυτή η άποψη αποδεικνύεται αστήρικτη.

Κατ’ αρχήν, όπως έχει αποδειχθεί και λεχθεί παραπάνω, δεν υπήρχε κάποιος διαχωρισμός μεταξύ των ελληνικών πληθυσμών πόλεων/χωριών και των ανθρώπων του Παλατιού ή του πατριαρχείου. Οποιοσδήποτε ήθελε και είχε τα προσόντα, μπορούσε να γίνει, όπως είπαμε, αυτοκράτορας ή πατριάρχης, να ανέβει όλη την κλίμακα των κρατικών ή των εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Συνεπώς, ίδιοι ήταν οι άνθρωποι που ήταν εκτός Παλατιού, ίδιας εθνικότητας με αυτούς που ήταν κι εντός του Παλατιού. Τι γινόταν λοιπόν, ώστε να ισχύει η άποψη, ότι στο «επίσημο Βυζάντιο» (Παλάτι και στο Πατριαρχείο-Εκκλησία κ’αλλού) δεν υπήρχε ελληνικότητα/ελληνισμός/ελληνικό έθνος; Μόλις οι ίδιοι άνθρωποι (Έλληνες) περνούσαν την πύλη του Παλατιού ή του Πατριαρχείου, έχαναν την ελληνικότητά τους (με οποιαδήποτε μορφή κι αν την είχαν αυτήν, προ της εισόδου τους στο Παλάτι) και γινόντουσαν «Βυζαντινοί»; Μυστηριώδη πράγματα, λοιπόν, πάθαινε κάθε Έλληνας μόλις περνούσε τις πύλες του επίσημου Βυζαντίου και γινόταν τμήμα του! Αλλά βέβαια αυτά δεν είναι παρά λόγια του αέρα. Το «επίσημο Βυζάντιο» ήταν στα χέρια, ήταν το ίδιο ταυτισμένο με αυτούς που ξεκινούσαν άσημοι και έφταναν στη δόξα καταλαμβάνοντας θέσεις κι αξιώματα. Και θα μιλήσει κανείς πανέξυπνος περί «γενίτσαρων» παρομοιάζοντας την κατάσταση με τους εξισλαμισμένους που γίνονταν Οθωμανοί αξιωματούχοι. Πάλι ανιστόρητο λάθος είναι κι αυτό. Οι άνθρωποι που αποκτούσαν τα αξιώματα του Βυζαντίου, στο Παλάτι και στην Εκκλησία, δεν άλλαζαν τίποτε (γλώσσα. θρησκεία. συνείδηση, έθιμα κ.ά.) από την (προ της εισόδου τους στο π.χ. Παλάτι) ταυτότητά τους, όπως άλλαζαν αυτοί που εξισλαμίζονταν (θρησκεία, έθιμα και εθνική ταύτιση). Παρέμεναν οι ίδιοι, όμοιοι με τους υπόλοιπους του «μη επίσημου Βυζαντίου». Ομοεθνείς τους. Γι’ αυτό και όση ελληνικότητα υπήρχε στους ελληνικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας, η ίδια υπήρχε και στο επίσημο Βυζάντιο. Τα άλλα είναι αερολογίες.

-Λένε πως η Ρωμαίικη τέχνη του Βυζαντίου ήταν στατική. Ο Γ. Τσαρούχης απαντά σ’ αυτή την κατηγορία: «Δυο μεγάλα ψέματα έχουν ειπωθεί σχετικά με τη βυζαντινή ζωγραφική. Πρώτον ότι έμεινε αναλλοίωτη επί αιώνες και δεύτερον ότι εμίσησε τη ζωή και την ηδονή, προσπαθώντας να αποδώσει την ανυπαρξία». Αναληθείς λοιπόν οι κατηγορίες αυτές. Αρκεί να συγκρίνει κανείς ένα ψηδιφωτό του 6ου αι. και μια τοιχογραφία του 14ου αι. Θα δει αμέσως την εξέλιξη και τη διαφορά.

-Λένε πως το Βυζάντιο δεν έχει να παρουσιάσει σπουδαία λογοτεχνικά δείγματα. Αυτό μόνο εν μέρει είναι σωστό, διότι οι ιστοριογραφίες των Ρωμιών του μεσαίωνα είναι υψηλής ποιότητας. Αν σε κάτι οφείλεται η όχι τόσο σπουδαία λογοτεχνική παραγωγή, είναι η αυστηρή προσήλωση των Βυζαντινών στα αρχαιοελληνικά πρότυπα, και στην αττική διάλεκτο. Τα γραπτά τους αττικίζουν πάρα πολύ, διότι οι Ρωμιοί θεωρούσαν την αρχαιοελληνική ως το ύψιστο γλωσσικό πρότυπο και έτσι δεν θέλησαν να γράψουν στην κοινή της εποχής, κι έτσι οι λογοτεχνικές δυνατότητές τους παρέμεναν δέσμιες του αττικού ύφους.

-Ο Β.Ν. Τατάκης γράφει: «Πολύ επικρίθηκε η βυζαντινή παιδεία γι’ αυτή της τη μανία να σχολιάζει, να ερανίζεται… Αλλά φαίνεται ότι οι επικριτές της δεν είδαν το ουσιώδες, που είναι ότι δια μέσου αυτής της ομοιόμορφης, μακράς και συνεχούς προσπάθειας, το «Βυζάντιο » κατόρθωσε να εξοικειωθεί με τον ελληνικό πολιτισμό, να τον αφομοιώσει και να δημιουργήσει τις κατάλληλες ή απλώς αναγκαίες συνθήκες για μια δημιουργική άνθιση.» («Η Βυζαντινή Φιλοσοφία»)

-Λέγεται πως την παραμονή της Άλωσης οι Βυζαντινοί λογομαχούσαν για το φύλο των αγγέλων. ΟΥΔΕΝ ΨΕΥΔΕΣΤΕΡΟ. Πουθενά, σε καμιά ιστορική πηγή της εποχής δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο.

Μόνο στο “Το ’21 και η αλήθεια” του Σκαρίμπα (που άλλωστε δεν ήταν ιστορικός, αλλά λογοτέχνης) αναφέρεται, δίχως καμία τεκμηρίωση ή έστω πηγή αναφοράς. Πουθενά αλλού, σε κανένα κείμενο του 15ου αι.. Κι όμως, το έχουν κάνει καραμέλα οι προκατειλημμένοι κατά του Βυζαντίου, δίχως καμία ντροπή που ψεύδονται έτσι.

-Με χονδρικούς υπολογισμούς, η αναλογία των συγγραφέων που ασχολήθηκαν με τη θεολογία και τη θρησκεία στο Βυζάντιο δεν ξεπερνάει τα 2/5 στο σύνολο των βυζαντινών συγγραφέων. Συνεπώς, αντίθετα απ’ ό,τι νομίζεται, οι Βυζαντινοί λόγιοι δεν ασχολούνταν μέρα-νύχτα με δογματικά και θεολογικά προβλήματα.

-Ψέμα είναι επίσης ότι η βυζαντινή κοινωνία ήταν «καλογεροκρατούμενη» ή ότι υπήρχαν πάρα πολλοί μοναχοί. Με ποιες αποδείξεις τα λένε αυτά; Απλώς συγκεντρώνουν τους πάντες που φόρεσαν κάποτε, έστω και για λίγες μέρες [ή λίγο πριν πεθάνουν] το ράσο, και καταλήγουν σε τεράστιους αριθμούς που απέχουν έτη φωτός από την αλήθεια. Αλλά όταν διαβάζουμε τους βίους των μοναχών, βλέπουμε ότι πολλοί διάλεξαν τη μοναχική ζωή σχετικά αργά, αφού παντρεύτηκαν ή άσκησαν κάποιο δημόσιο αξίωμα.

-Επίσης, ενώ το έτος 999μ.Χ. στην Δύση όλοι περίμεναν την έλευση του Αντιχρίστου και την Δευτέρα Παρουσία, και είχαν κυριευτεί από παραλήρημα εσχατολογικό, πουλούσαν τα υπάρχοντά τους, έκαναν μετάνοιες και λιτανείες, κλπ, στο “μισαλλόδοξο Βυζάντιο” (όπως το κατηγορούνε) τέτοια φαινόμενα δε συνέβησαν καθόλου, διότι η κοσμοαντίληψη των Ρωμιών δεν τους επέτρεπε να πιστέψουν τέτοια πράγματα.

Στη Δύση του Μεσαίωνα η “σωτηρία” σήμαινε την λύτρωση από την εκδικητική τιμωρία ενός χαιρέκακου δικαστή-θεού, πράγμα που συνεπαγόταν τρόμο και παραλήρημα, το οποίο αργότερα οδήγησε στην εναντίωση στη θρησκεία. Αντίθετα, στο Βυζάντιο η “σωτηρία” δε σήμαινε άλλο παρά την “θέωση” δηλαδή την ένωση με το θεό, δίχως κανένα σύνδρομο καταδίωξης ή φόβου τιμωρίας.

Σημαίνουν όλα αυτά πως το Βυζάντιο ήταν ο επί γης παράδεισος; Όχι φυσικά. Δεν θα ήθελα να ζω στο Βυζάντιο, γιατί σε πολλά πράγματα το παρόν είναι καλλίτερο. Δεν περιφρονώ όμως το Βυζάντιο, όπως και δεν περιφρονώ την αρχαιότητα η οποία είναι επίσης χειρότερη από τη σημερινή εποχή, και όπου η πιθανότητα να είμαι δούλος ήταν εννιά στα δέκα. Όμως δεν θα περιφρονήσω το παρελθόν για τον παραπάνω λόγο. Θα κρίνω και τα θετικά και τα αρνητικά. Πιστεύω πως αρκετοί έχουν άποψη για το «Βυζάντιο » βασισμένη στην άδικη και επιφανειακή κριτική που έκανε ο 18ος αιώνας για την εποχή εκείνη. Κάθονται, για παράδειγμα μερικοί, και αναφέρουν τις όντως απεχθείς μεθόδους βασανισμού στο Βυζάντιο. Γιατί δημιουργούν ψευδείς εντυπώσεις όμως; Αφού είναι πασίγνωστο πως στην “αρχαιολατρική” Δ. Ευρώπη τα βασανιστήρια ήταν σε χρήση ως και τον 18ο αι., και στην αρχαιότητα επίσης, ενώ στην Δύση άνθρωποι καιγόντουσαν ως μάγισσες μέχρι και τα μέσα του 18ου αι.[ενώ στο « Βυζάντιο» ένας μόνο αιρετικός στα 1100 χρόνια. Ένας μόνο. Ο Βασίλειος]

Κι επειδή πολλοί έχουν μονόπλευρη πληροφόρηση, ας μάθουν ποια ήταν τα βασανιστήρια που είχαν οι Αρχαίοι Έλληνες: αποτυμπανισμός, λιθοβολισμός, σταύρωση, κατακρήμνιση από ψηλά, τροχός, ακρωτηριασμοί, τύφλωση, στρεβλώσεις άκρων, ευνουχισμός, κάψιμο με πίσσα, κόψιμο μαστών, καταπλάκωμα εγκύων με πέτρες (ώστε να αποβάλουν), κάψιμο τριχών του πρωκτού (για μοιχούς) κ.ά. Στην Αρχαία Αθήνα χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον τα 8 (πρώτα) από τα παραπάνω βασανιστήρια.

Λοιπόν, γιατί δεν λένε και τις εποχές εκείνες “σκοταδιστικές”, παρά μιλούν μόνο για το «Βυζάντιο »;

Επιπλέον θεωρώ ανόητη την άποψη περί γραμμικής και συνεχούς προόδου της ανθρωπότητας. Με την ίδια λογική αύριο μεθαύριο θα ειρωνεύονται την εποχή μας και θα μας θεωρούν ηλίθιους που μας άρεσε να ζούμε στον κόσμο αυτόν, στη συγκεκριμένη εποχή. Στον εικοστό αιώνα, τον “Απαλλαγμένο από τον θρησκευτικό σκοταδισμό” έγιναν ειδεχθή εγκλήματα από παντός είδους ιδεολόγους, μεταξύ αυτών και άθεους, δημοκράτες και μη, και μάλιστα σε κλίμακα τεράστια, με εκατομμύρια νεκρών. Ε λοιπόν ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω. Γιατί βλέπω πως μερικοί απορρίπτουν ολόκληρη εποχή μόνο και μόνο επειδή δε συμπαθούν τη θρησκεία. Νομίζω αυτό είναι κομπλεξικό, και αποδυναμώνει την κριτική τους.

Μερικοί λένε πως το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό. Νομίζω κι αυτό είναι προκατάληψη. Πρώτα απ’ όλα, οι Έλληνες πρόγονοί μας που μας απελευθέρωσαν το 1821 θεωρούσαν τους Βυζαντινούς ως προγόνους τους, δηλαδή Έλληνες κι αυτούς, και λέγανε “οι ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΙ ΗΜΩΝ αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως”. Εκτός κι αν τους απορρίπτουν κι αυτούς οι διάφοροι που θεωρούν πως τα ξέρουν όλα, και κρίνουν οι ίδιοι καλλίτερα.

Να τι έλεγαν οι Έλληνες του 1821 για τους Βυζαντινούς προγόνους τους, τους οποίους ουδέποτε έπαψαν να θεωρούν προγόνους: στο Σύνταγμα της Ελλάδος, Τροιζήνα, 1827 αναφέρεται :”Έως ότου δημοσιευθώσι Κώδικες οι Βυζαντινοί Νόμοι (..) και οι παρά της Ελληνικής Πολιτείας δημοσιευόμενοι νόμοι έχουν ισχύν”.

Θα πρέπει να σκεφτούν οι αρνητές της ελληνικότητας της Ρωμανίας ότι τα Ελληνικά έγιναν επίσημη γλώσσα του Κράτους αφότου αυτό εκχριστιανίστηκε, ενώ όταν ήταν παγανιστικό, ήταν τα λατινικά. Θα πρέπει επίσης να σκεφτούν πως ο βασιλιάς-αρχέτυπο για τους Ρωμιούς στο Βυζάντιο δεν ήταν κανένας Αρχαίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, αλλά ο Αρχαίος Έλληνας Μέγαλέξανδρος.

Όσο για το επιχείρημα πως το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό επειδή οι πολίτες του λεγόντουσαν «Ρωμαίοι» κι όχι «Έλληνες», αυτό είναι επιχείρημα για κλάματα. Μωρέ τι μας λένε οι κουτοπόνηροι! Αφού και οι πρόσφατοι, άμεσοι πρόγονοί μας της τουρκοκρατίας, ούτε κι αυτοί αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες», ούτε και αισθάνονταν Έλληνες (όπως προείπαμε στο Α΄ ΜΕΡΟΣ). Λεγόντουσαν Ρωμιοί, δηλαδή Ρωμαίοι. Μήπως οι αντιβυζαντινοί ελληνόψυχοι αερολογούντες θα αρνηθούν και στους Ρωμιούς, στους άμεσους μεταβυζαντινούς προγόνους όλων μας (1453-1821), την ελληνική ιδιότητα επειδή δεν αυτοαποκαλούνταν «Έλληνες»; Διότι άμα οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες επειδή δεν αυτοαποκαλούνταν “Έλληνες”, με τη ίδια συλλογιστική δεν είναι Έλληνες ούτε οι πρόγονοί μας ως το 1821, διότι ουδέποτε ο λαός αυτοαπεκλήθη Έλληνας.« Γκέγκε »;

Συνεχίζοντας το παραπάνω, είναι αστείο να πιστεύει κανείς ότι υπήρξε ελληνικό έθνος εντός της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ταυτόχρονα ότι αυτοί οι παράξενοι, οι εκ του μηδενός υπάρξαντες από το 330μ.Χ. και μετά, «Βυζαντινοί» δεν ήταν Έλληνες. Ελληνόφωνοι και μη πληθυσμοί μετακινήθηκαν από Βαλκάνια σε Μικρά Ασία κι αντίστροφα, δεκάδες φορές τόσο πριν όσο και μετά το 1453, κι εξελληνίστηκαν (οι μη Έλληνες). Μπορεί να ήταν πολυεθνική η Ρωμανία, ωστόσο λόγω της ελληνορωμαϊκής κουλτούρας της οι πληθυσμοί που ήταν στα νότια Βαλκάνια και την Μικρασία, είτε ήταν εξαρχής Έλληνες είτε εξελληνίστηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο που εξελληνίστηκαν οι κάτοικοι της ενδότερης Μικράς Ασίας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Το να πει κανείς ότι οι Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες ισοδυναμεί με το να χαρακτηρίζονται οι Μικρασιάτες, οι Πόντιοι και οι Ανατολικοθρακιώτες του 1922 ως μη Έλληνες. Διότι όλοι αυτοί είναι (όπως και οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ελλάδας) απόγονοι των Βυζαντινών.

Αν αφαιρέσει κανείς τη θρησκεία, δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει την ελληνικότητα του πολιτισμού των βυζαντινών.

Η μουσική τους είναι ελληνικότατη (π.χ. οι αρχαίες μουσικές κλίμακες, οι “τρόποι”, είναι πανομοιότυποι με τις βυζαντινές μουσικές κλίμακες, τους “ήχους”, μια και αυτό που έγινε ήταν η μετονομασία των τρόπων σε ήχους: ο Δώριος τρόπος μετονομάσθηκε Τέταρτος Ήχος, ο Λύδιος τρόπος Δέυτερος ήχος, ο Φρύγιος Τρίτος ήχος, κ.λ.π.).

Η ζωγραφική τους είναι ελληνιστικής άρα ελληνικής προέλευσης (οι ελληνιστικές ζωγραφιές του Φαγιούμ θεωρούνται ο πρόγονος της βυζαντινής εικονογραφίας, όσο για την κοσμική ζωγραφική ένα δείγμα της φαίνεται στα μωσαϊκά του Μεγάλου Παλατιού στην Κωνσταντινούπολη, όπου έχουμε ελληνιστικά μοτίβα και εικόνες, και δε πιστεύω να αμφισβητείς την ελληνικότητα της ελληνιστικής εποχής. Οι ανατολικές επιδράσεις, όταν υπάρχουν, βρίσκονται στα διακοσμικτικά μοτίβα, όχι στα πρόσωπα ή το γενικότερο σκηνικό). Η γλυπτική τους ελληνική (δες λ.χ. τα τέσσερα άλογα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, που άλλοτε κοσμούσαν τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, αλλά και άλλα γλυπτά,και θα συμφωνήσεις).

Ήταν ο μόνος λαός που αδιάλειπτα μιλούσε ελληνικά, που γνώριζε και μελετούσε -και οι κληρικοί και οι κοσμικοί -τα αρχαία κείμενα, ο μόνος λαός που μάθαινε γραφή κι ανάγνωση μέσα από τα αρχαία κείμενα. Στο δεύτερο κύκλο σπουδών, την εγκύκλιο παιδεία (όρος από τον οποίο προήλθε η λέξη “εγκυκλοπαίδεια”), που αντιστοιχούσε στο σημερινό Γυμνάσιο και Λύκειο, το πρόγραμμα των μαθημάτων ήταν παρόμοιο με εκείνο των αρχαίων χρόνων και χωριζόταν σε δυό κύκλους. Στον πρώτο περιλαμβάνονταν η γραμματική, η ρητορική και η φιλοσοφία – η τριτύς των μαθημάτων- ενώ στον δεύτερο η αριθμητική, η μουσική, η γεωμετρία και η αστρονομία: η τετρακτύς. Στα φιλολογικά μαθήματα (των “αδιάφορων για την κοσμική σοφία” όπως κατηγορούν οι αδαείς τους Ρωμιούς προγόνους μας) περιλαμβάνονταν πάντοτε η μελέτη αρχαίων τραγωδιών (των αποκαλούμενων και “βυζαντινών τραγωδιών” επειδή διδάσκονταν στα ρωμαίικα σχολεία: Πέρσες, Προμυθέας Δεσμώτης και Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, Αίας, Ηλέκτρα και Οιδίπους Τύραννος , Εκάβη, Ορέστης και Φοίνισσες) καθώς επίσης και κωμωδίες του Αριστοφάνη (Πλούτος, Νεφέλες, Βάτραχοι), αποσπάσματα από τον Ησίοδο, τον Πίνδαρο, τον Θεόκριτο, διάλογοι του Λουκιανού, λόγοι του Δημοσθένη και του Ισοκράτη, ορισμένοι διάλογοι του Πλάτωνα, κείμενα του Ξενοφώντα και άλλων. Ο Όμηρος αναφέρεται στα Ρωμέηκα κείμενα ως “ο Ποιητής”, δίχως καμιά επεξήγηση, διότι όλοι τον ήξεραν. Αυτή ήταν η παιδεία των πρόγονών μας που τους κατηγορούν πως δεν ήταν μέτοχοι της ελληνικής παιδείας και κουλτούρας. Το κράτος ενδιαφερόταν για την παιδεία αυτήν και την προωθούσε. Π.χ. ο Ρωμιός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναδιοργανώνοντας το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης επέλεξε τον πρωτοσπαθάριο Κωνσταντίνο για την σχολή των φιλοσόφων, τον Νίκαιας Αλέξανδρο για τη ρητορική, τον πατρίκιο Νικηφόρο τον Ερωτικό για τη γεωμετρία και τον Ασηκρήτη Γρηγόριο για την αστρονομία, ορίζοντάς τους διευθυντές των τμημάτων αυτών και προσφέροντας οικονομικές ενισχύσεις σε καθηγητές και μαθητές.

Αλλά αυτά παραμένουν άγνωστα. Μήπως ξέρουν οι πολλοί πως στη Ρωμανία υπήρχαν σχολεία ακόμα και για κορίτσια(όπως αναφέρει ο Ψελλός); Αλλά μήπως ξέρουν όλοι αυτοί οι πανέξυπνοι που συκοφαντούν τη Ρωμανία (το Βυζάντιο) ότι στον καιρό του Θεοδόσιου Β’, στη σχολή που ίδρυσε αυτός, χρηματοδοτημένη και ελεγχόμενη από το κράτος, από τις τριανταμία έδρες διδασκαλίας δέκα προορίζονταν για την ελληνική γραμματική, ισάριθμες για την λατινική, πέντε για την ελληνική ρητορική και τρεις για την λατινική; Ή μήπως γνωρίζουν για τον Θεόδωρο Μετοχίτη, διανοούμενο;

-Αποποιούμαι των πνευματικών δικαιωμάτων, το παραπάνω κείμενο ευρέθη στο διαδίκτυο και ο συγγράψας δεν ανεφέρετο, εδώ αποτελεί μιαν απλή αναδημοσίευση!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.